ἀποσείσει

ἀποσείσει
ἀπόσεισις
shaking off
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποσείσεϊ , ἀπόσεισις
shaking off
fem dat sg (epic)
ἀπόσεισις
shaking off
fem dat sg (attic ionic)
ἀποσείω
shake off
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποσείω
shake off
fut ind mid 2nd sg
ἀποσείω
shake off
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποσείω — εισα, είστηκα, πετάω κάτι από πάνω μου, ξεφορτώνομαι: Ο δικηγόρος του αγωνίστηκε σκληρά, για να αποσείσει την κατηγορία που τον βάρυνε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”